Δε γονατίζω, δε λυγίζω στον καιρό.
Kάνω αγάντα και θα λευτερωθώ.
Πρώτη φορά με ψάχνει ο ουρανός.
Δεν παραδίδομαι, δε σκιάζομαι, γελώ.
Μοναχά ελπίζω σ’ ένα όνειρο τρελό
γυρτούς να δω όσους μας κρύψανε το φως.
Τώρα καμώθηκα ατσάλι και μπορώ
το έργο ν’ αντέξω με τέλος ζοφερό.
Τώρα μισώ και γουστάρω να το πω.
Σαν περιπλανώμενος - η πρώτη εκδοχή -
τιμονιέρης που’ χει μαστιγιές απ’ τη βροχή,
ταμπουρωμένος ήλιος πίσω απ’ τ’ απόβραδα
σε κέδρους ξεβρασμένος και φοινικόκλαδα,
μαρκαρισμένος με σίδερο καυτό
και μ’ ένα μίσος γλυκερό στο στήθος μου ραφτό.
Μπροστά σ’ αγχόνη δουλευμένη με τριχιά
γυρνοβολάει η σκιά μου με την κακοτυχιά.
Την τελευταία γουλιά μαγαρίσαν στο ποτήρι μας
ζωύφια βρωμερά που ζουνε από τη γύρη μας,
απ’ τα όνειρα μας τα θαμπά που πήγαν στράφι
κι απ’ τις αλήθειες που βρωμάνε όλες θειάφι.
Ζητάει απ’ το χρόνο μου του φόβου η μηχανή
κι έτσι η σκιά μου απέκτησε φωνή,
μα τώρα λίγα μου απόμειναν ν’ αγαπώ.
Απ’ τα χαμόνειρα μού μένουν οι λυγμοί
και ψάχνω απ’ τη μιζέρια μια ρωγμή.
Ό,τι μισώ ν’ ανταμώσω έχω σκοπό.
Δεύτερη εκδοχή - ταπεινωμένος
ακροβάτης των στιγμών, στο χθες εκτοπισμένος,
αλυσοδεμένος από έννοιες ξεχασμένες,
καρικατούρες αταίριαστες και καταχωνιασμένες.
Σα σιωπή πεισματική αλύχτηπου ξύλου,
σαν τον ιδρώτα ενός βράχου γέρου φίλου.
Σα λαχτάρα κρυφή που φιδοσέρνεται,
σαν αχόρταγη αγκαλιά που περιφέρεται.
Ποιος με ξεστόμισε σα νοσηρό τσιτάτο
καμωμένο από αίμα και σκοτωμούς γεμάτο;
Ποιος φόρεσε στο φόβο μου κουρέλια ξεφτισμένα;
Ποιος τρύπωσε ανάμεσα στο θάνατο και ’μένα;
Με συντροφεύει μια θλίψη γιατρικό
και κάποια λόγια, μοναδικό μου μυστικό.
Είναι κρυψώνα μου μονάχα ο θυμός.
Σαλεύω πρώτος για να βρω τον κυνηγό
κι αφού το θήραμα είμαι εγώ, θάβομαι εδώ.
Δεν έχει θέση για τρελούς η κιβωτός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου