Θάλασσα πλατιά απλωμένη στον πλανήτη γυρισμένη, με άμμο, βότσαλα πλεγμένη……
Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μικρή πόλη στο κέντρο ενός όμορφου θαλάσσιου κόλπου που την έλεγαν ΞΥΛΙΝΟπαιδόκαστρο οι κάτοικοι ζούσαν αρμονικά και ήρεμα …
Τα παιδιά κυκλοφορούσαν άφοβα και ελεύθερα σε όλη την πόλη.
Έπαιζαν με τα νερά του Σύθα.
Κυνηγούσαν ψάρια και ερπετά στις εκβολές του.
Κρύβονταν στα καλάμια και έκαναν το πρώτο τους μπάνιο πολύ πριν την επίσημη έναρξη της θερινής περιόδου κολύμβησης..
Εξερευνούσαν το δάσος ανακαλύπτοντας κρυψώνες, πλάθοντας ιστορίες για δράκους καλούς και κακούς, πολεμιστές στις ζούγκλες, νεράιδες και ξωτικά μπλεγμένους στα κλαδιά των πεύκων και άλλα πλάσματα του παιδικού νου.
Όργωναν την πόλη και την εξοχή της με τα μισο-διαλυμένα ποδήλατα τους, χωρίς τον φόβο του τροχαίου ή του ατυχήματος.
Κατέβαιναν από το Ζεμενό χωρίς φρένα και από την Ρίζα κάνοντας κόντρες..
Πήγαιναν από το ποτάμι στο σχολείο για ποδόσφαιρο και το ανάποδο.
Έπαιζαν, τρώγανε φρούτα από τα περιβόλια και λαχανικά από τα μποστάνια.
Κυλιόντουσαν στα χορτάρια και παίζανε λεμονοπόλεμο.
«Κυνηγούσαν» σαύρες, φίδια και βατράχια στα πέριξ του Σύθα.
Σκαρφάλωναν στου «Κατή τον πεύκο» οσφραίνονταν το φρέσκο χώμα από το σκάψιμο του κήπου.
Έβλεπαν τα λουλούδια της αυλής να ανοίγουν τα πέταλα τους και να ξεχύνονται τα χρώματα τους και τα αρώματα.
ΖΟΥΣΑΝ την παιδική τους ηλικία σε πλήρη αρμονία με την πόλη τους κατοίκους και την φύση.
Μετά, ήλθε η αναπτυξούλα….
Το σύνθημα δόθηκε από τους επαΐοντες της πόλης.
Έχουμε μένει πίσω!
Η ανάπτυξη μας προσπερνά!
Κάτι πρέπει να κάνουμε.
Μααα τι;
Οι ποιο σοφοί εκστόμισαν την μαγική λέξη που είχε σώσει την Αττική από την καταστροφή της ανθρώπινης πόλης.
Αντιπαροχή!
Οικοδομή – τσιμέντο –πολυκατοικία!
Και έπεσαν όλοι με τα μούτρα!
Παράλληλα με συνταγές ανωτάτης αρπαχτικής, ότι περίσσευε από το τσιμέντο των πολυκατοικιών έπεφτε γενικά στην πόλη.
Το ποτάμι τσιμεντο- κρύφτηκε.
Μαρίνα τσιμεντο-βραχίστηκε στις εκβολές του.
Γήπεδα εκεί που ξυρίζει ο αέρας από την Ζήρεια απλώθηκαν.
Και διάφορα τραπεζο- μπετο-αρεστα έργα εξελίχθηκαν στην πόλη και στα πέριξ ενίοτε..
Τα παιδιά δεν χωρούσαν σε μια πόλη όπου μαζεύτηκαν μπετονιέρες και ξένοι.
Πολλοί ξένοι, αλλοδαποί και Έλληνες χτίζανε, γκρεμίζανε και ξεσκίζανε τις σάρκες του ξυλινοπαιδικοκάστρου.
Αυτό για χρόνια συνεχιζόταν κι ας άλλαζαν οι αρχηγοί και οι σερίφηδες.
Ο νόμος της μπετονιέρας ΝΟΜΟΣ!
Στο τέλος ο στόχος επετεύχθη.
Το όνομα το μισητό άλλαξε, από ΞΥΛΙΝΟπαιδόκαστρο έγινε ΤΣΙΜΕΝΤΟαρπαχτικόκαστρο!
Τα παιδιά κλείστηκαν σε αυτοκίνητα, διαμερίσματα, φροντιστήρια.
Στους δρόμους τα ποδήλατα τους αντικαταστάθηκαν από Μερσεντές, τζιπ μεγάλου κυβισμού, φορτηγά, μπετονιέρες κλπ.
Πλατείες, πεζοδρόμια και χώροι γέμισαν οχήματα.
Τον Σύθα δεν μπορούν να τον προσεγγίσουν, να ακούσουν τα δροσερά παραμύθια που κουβαλά από τις χιονισμένες κορυφές της Ζήρειας.
Τα μποστάνια και οι κήποι των μονοκατοικιών μετατράπηκαν σε πενταόροφα με θέα.
Το δάσος έγινε απροσπέλαστο γιατί ζωντάνεψαν τα παιδικά όνειρα τους με τους άγνωστους..
Οι κάτοικοι δεν γνωρίζονται πια μεταξύ τους.
Δεν προλαβαίνουν κιόλας.
Η αναπτυξούλα θέλει γρήγορους ρυθμούς. Μόνο έτσι σου χαρίζει τα καταναλωτικά αγαθά της…
Η ανωτέρω είναι και αχόρταγη. Επιβουλεύεται τα ορεινά.
Την ίδια την Ζήρεια. Θέλει και κει να απλώσει χέρι.
Τα τζιπ είναι ήδη εκεί και ανοίγουν δρόμους….
Τώρα την συνέχεια θα την δούμε σε άλλο παραμύθι .
Το ορεινό.
Το πεδινό τελειώνει εδώ και σας αφήνει χώρο, μήπως και ταξιδέψετε πίσω, γλυκά, στον χρόνο!
Λουκάς Ψαράκης
ΥΓ: Όσο για την πόλη μου εγώ δεν την γνωρίζω. Απ΄ όνειρο σίγουρα φριχτό, μια μέρα θα ξυπνήσω…